αγιογδύτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αγιογδύτης | οι | αγιογδύτες |
| γενική | του | αγιογδύτη | των | αγιογδυτών |
| αιτιατική | τον | αγιογδύτη | τους | αγιογδύτες |
| κλητική | αγιογδύτη | αγιογδύτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ʝoˈɣði.tis/ & /a.ʝi.oˈɣði.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γιο‐γδύ‐της
Ουσιαστικό
αγιογδύτης αρσενικό (θηλυκό αγιογδύτισσα)
- αυτός που κλέβει ιερά αντικείμενα μιας εκκλησίας
- (υβριστικό) αυτός που εκμεταλλεύεται οποιαδήποτε μέθοδο για να αποκτήσει κέρδος
Μεταφράσεις
αυτός που κλέβει ιερά αντικέιμενα
|
→ δείτε τη λέξη ιερόσυλος |
που εκμεταλλεύεται κάθε μέσο
|
→ δείτε τη λέξη αισχροκερδής |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.