αγιογδύτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγιογδύτισσα οι αγιογδύτισσες
      γενική της αγιογδύτισσας των αγιογδυτισσών
    αιτιατική την αγιογδύτισσα τις αγιογδύτισσες
     κλητική αγιογδύτισσα αγιογδύτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγιογδύτισσα < αγιογδύτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

αγιογδύτισσα θηλυκό

 δείτε τη λέξη  αγιογδύτης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.