αγγειοδυσπλασία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγγειοδυσπλασία οι αγγειοδυσπλασίες
      γενική της αγγειοδυσπλασίας των αγγειοδυσπλασιών
    αιτιατική την αγγειοδυσπλασία τις αγγειοδυσπλασίες
     κλητική αγγειοδυσπλασία αγγειοδυσπλασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγγειοδυσπλασία < αγγείο + -ο- + δυσπλασία

Ουσιαστικό

αγγειοδυσπλασία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.