ἀγαθοποιός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀγαθοποιός | τὸ | ἀγαθοποιόν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀγαθοποιοῦ | τοῦ | ἀγαθοποιοῦ | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀγαθοποιῷ | τῷ | ἀγαθοποιῷ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀγαθοποιόν | τὸ | ἀγαθοποιόν | ||
| κλητική ὦ! | ἀγαθοποιέ | ἀγαθοποιόν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀγαθοποιοί | τὰ | ἀγαθοποιᾰ́ | ||
| γενική | τῶν | ἀγαθοποιῶν | τῶν | ἀγαθοποιῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀγαθοποιοῖς | τοῖς | ἀγαθοποιοῖς | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀγαθοποιούς | τὰ | ἀγαθοποιᾰ́ | ||
| κλητική ὦ! | ἀγαθοποιοί | ἀγαθοποιᾰ́ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγαθοποιώ | τὼ | ἀγαθοποιώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀγαθοποιοῖν | τοῖν | ἀγαθοποιοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἀγαθοποιός, -ος, -όν
- γενικά ο αγαθοεργός, αυτός που κάνει καλό έργο, κατ΄ επέκταση ο γενναίος, ο ευγενής
- ο έντιμος
Συνώνυμα
Παράγωγα
- ἀγαθοποιέω
- ἀγαθοποιία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.