αγαθο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αγαθο- <
  1. επίθετο αγαθό(ς) ή (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγαθο-
  2. ουσιαστικό αγαθ(ό)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɣa.θo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγαθο-

Πρόθημα

αγαθο-, αγαθό- και αγαθ-

  1. το επίθετο αγαθός ως πρώτο συνθετικό (συχνά, μειωτικό)
    αγαθοπιστία
    αγαθόπιστος
    αγαθάγγελος
     συνώνυμα: καλο-
  2. το ουσιαστικό αγαθό ως πρώτο συνθετικό
    αγαθοεργία

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αγαθο- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αγαθό- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αγαθ- στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.