ἀγυιά

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀγυιά αἱ ἀγυιαί
      γενική τῆς ἀγυιᾶς τῶν ἀγυιῶν
      δοτική τῇ ἀγυι ταῖς ἀγυιαῖς
    αιτιατική τὴν ἀγυιάν τὰς ἀγυιάς
     κλητική ! ἀγυιά ἀγυιαί
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀγυιά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄγυια, με σπάνια μορφή ἀγυιά

Ουσιαστικό

ἀγυιά θηλυκό

Εκφράσεις

  • ἀνὰ τὰς ὁδούς καὶ τὰς ἀγυιάς
  • ἀνὰ τὰς ρύμας καὶ τὰς ἀγυιάς

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.