αγάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγάς οι αγάδες
      γενική του αγά των αγάδων
    αιτιατική τον αγά τους αγάδες
     κλητική αγά αγάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική αγάς < τουρκική ağa < οθωμανική τουρκική آغا

Ουσιαστικό

αγάς αρσενικό

  1. τίτλος αξιωματούχου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας
  2. (συνεκδοχικά) αυτός που κάθεται άνετα, ή ζει άνετα και πλουσιοπάροχα
    στρογγυλοκάθισε στον καναπέ σαν αγάς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.