αβυσσώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αβυσσώδης | η | αβυσσώδης | το | αβυσσώδες |
| γενική | του | αβυσσώδους | της | αβυσσώδους | του | αβυσσώδους |
| αιτιατική | τον | αβυσσώδη | την | αβυσσώδη | το | αβυσσώδες |
| κλητική | αβυσσώδη(ς) | αβυσσώδης | αβυσσώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αβυσσώδεις | οι | αβυσσώδεις | τα | αβυσσώδη |
| γενική | των | αβυσσωδών | των | αβυσσωδών | των | αβυσσωδών |
| αιτιατική | τους | αβυσσώδεις | τις | αβυσσώδεις | τα | αβυσσώδη |
| κλητική | αβυσσώδεις | αβυσσώδεις | αβυσσώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.viˈso.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βυσ‐σώ‐δης
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη άβυσσος
Μεταφράσεις
αβυσσώδης
|
→ δείτε τη λέξη αβυσσαλέος |
Πηγές
- λήμμα «άβυσσος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.