αβροβόστρυχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αβροβόστρυχος | η | αβροβόστρυχη | το | αβροβόστρυχο |
| γενική | του | αβροβόστρυχου | της | αβροβόστρυχης | του | αβροβόστρυχου |
| αιτιατική | τον | αβροβόστρυχο | την | αβροβόστρυχη | το | αβροβόστρυχο |
| κλητική | αβροβόστρυχε | αβροβόστρυχη | αβροβόστρυχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αβροβόστρυχοι | οι | αβροβόστρυχες | τα | αβροβόστρυχα |
| γενική | των | αβροβόστρυχων | των | αβροβόστρυχων | των | αβροβόστρυχων |
| αιτιατική | τους | αβροβόστρυχους | τις | αβροβόστρυχες | τα | αβροβόστρυχα |
| κλητική | αβροβόστρυχοι | αβροβόστρυχες | αβροβόστρυχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αβροβόστρυχος < (ελληνιστική κοινή) ἁβροβόστρυχος
Μεταφράσεις
αβροβόστρυχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.