αβιταμίνωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβιταμίνωση οι αβιταμινώσεις
      γενική της αβιταμίνωσης* των αβιταμινώσεων
    αιτιατική την αβιταμίνωση τις αβιταμινώσεις
     κλητική αβιταμίνωση αβιταμινώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αβιταμινώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αβιταμίνωση < (καθαρεύουσα) ἀβιταμίνωσις < α- στερητικό + βιταμίνη

Ουσιαστικό

αβιταμίνωση θηλυκό

  • (ιατρική) η έλλειψη απαραίτητων βιταμινών από τον οργανισμό· η -κακή- κατάσταση της υγείας, ως αποτέλεσμα της ανεπάρκειας απαραίτητων βιταμινών από τον οργανισμό
    πολλά παιδιά στην Αφρική πάσχουν από αβιταμίνωση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.