ίσμπα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ίσμπα οι ίσμπες
      γενική της ίσμπας
    αιτιατική την ίσμπα τις ίσμπες
     κλητική ίσμπα ίσμπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ίσμπα < (άμεσο δάνειο) ρωσική изба (izˈba) < πρωτοσλαβική *jьstъba (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

ίσμπα θηλυκό

  1. (παρωχημένο) ρωσικό ξύλινο αγροτόσπιτο
    • Ο οικίσκος ούτος, ξυλόπηκτος μάλλον ή ξυλόπλεκτος καθ' άπαντα αυτού τα μέρη, ήτο προφανής απομίμησις των πενιχρών κατοικιών, τας οποίας οι ρώσοι χωρικοί ονομάζουσι Ίσμπα. Των τοιούτων οικίσκων και η καπνοδόχη ακόμη είναι πεπηγμένη εξ ακατεργάστων τεμαχίων ξύλου. και επειδή κατ' εκείνην την στιγμήν λευκός αραιός καπνός ανερριχάτο εξ' αυτής περιελισσόμενος περί τα φυλλώματα των δέντρων. (Γεώργιος Βιζυηνός, Ο Μοσκώβ Σελήμ)
    • Είχε την ίσμπα της στην όχθη ενός μεγάλου ποταμού και εκεί ζούσε με την απλότητά της και τις ελάχιστες ανάγκες. (*)
  2. (παρωχημένο) (ιδιωματικό) σπηλιά
  3. (παρωχημένο) (ιδιωματικό) κρυψώνα, αποθήκη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.