ήρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ήρα | οι | ήρες |
| γενική | της | ήρας | των | (ηρών) |
| αιτιατική | την | ήρα | τις | ήρες |
| κλητική | ήρα | ήρες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ήρα < αρχαία ελληνική αἶρα
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.