αἶρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | αἶρᾰ | αἱ | αἶραι | ||||
| γενική | τῆς | αἴρᾱς | τῶν | αἰράων* | ||||
| δοτική | τῇ | αἴρᾳ | ταῖς | αἴρῃσιν** | ||||
| αιτιατική | τὴν | αἶρᾰν | τὰς | αἴρᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | αἶρᾰ | αἶραι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἶρᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | αἴραιν | ||||||
| Εδώ, το καθαρό α (που ακολουθεί το ρ ή φωνήεν) δεν είναι μακρό, αλλά κατ' εξαίρεσιν, βραχύ. * Ανώμαλη γενική πληθυντικού αντί -ῶν. ** Ανώμαλη δοτική πληθυντικού αντί -αις. | ||||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σφαῖρα' όπως «σφαῖρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- αἶρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αἶρα θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (εργαλείο) σφυρί
- ≈ συνώνυμα: ἀξίνη (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Α)
- (φυτό) το φυτό Lolium temulentum
Πηγές
- αἶρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.