έρρυθμων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
έρρυθμων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του έρρυθμος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του έρρυθμος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του έρρυθμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.