έμπυο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το έμπυο
      γενική του έμπυου
& εμπύου
    αιτιατική το έμπυο
     κλητική έμπυο
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έμπυο < ελληνιστική κοινή ἔμπυον < αρχαία ελληνική ἔμπυος

Ουσιαστικό

έμπυο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

Πηγές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.