ἔμβαμμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἔμβαμμᾰ | τὰ | ἐμβάμμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | ἐμβάμμᾰτος | τῶν | ἐμβαμμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | ἐμβάμμᾰτῐ | τοῖς | ἐμβάμμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | ἔμβαμμᾰ | τὰ | ἐμβάμμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | ἔμβαμμᾰ | ἐμβάμμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐμβάμμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐμβαμμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- ἔμβαμμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔμβαμμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.