έλπιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | έλπιση | οι | ελπίσεις |
| γενική | της | έλπισης* | των | ελπίσεων |
| αιτιατική | την | έλπιση | τις | ελπίσεις |
| κλητική | έλπιση | ελπίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ελπίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έλπιση < μεσαιωνική ελληνική ἔλπισις < αρχαία ελληνική ἐλπίζω < ἐλπίς
Μεταφράσεις
έλπιση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.