έγκλειστρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έγκλειστρο τα έγκλειστρα
      γενική του έγκλειστρου
& εγκλείστρου
των έγκλειστρων
& εγκλείστρων
    αιτιατική το έγκλειστρο τα έγκλειστρα
     κλητική έγκλειστρο έγκλειστρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έγκλειστρο < μεσαιωνική ελληνική ἔγκλειστρον < ελληνιστική κοινή ἐγκλείστρα < ἔγκλειστος < αρχαία ελληνική ἐγκλείω < ἐν + κλείω

Ουσιαστικό

έγκλειστρο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.