ἔγκλειστρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἔγκλειστρον | τὰ | ἔγκλειστρᾰ |
| γενική | τοῦ | ἐγκλείστρου | τῶν | ἐγκλείστρων |
| δοτική | τῷ | ἐγκλείστρῳ | τοῖς | ἐγκλείστροις |
| αιτιατική | τὸ | ἔγκλειστρον | τὰ | ἔγκλειστρᾰ |
| κλητική ὦ! | ἔγκλειστρον | ἔγκλειστρᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐγκλείστρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐγκλείστροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἔγκλειστρον < ελληνιστική κοινή ἐγκλείστρα < αρχαία ελληνική ἐγκλείω < ἐν + κλείω
Πηγές
- ἔγκλειστρον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.