ἐγκλείστρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἐγκλείστρᾱ | αἱ | ἐγκλεῖστραι |
| γενική | τῆς | ἐγκλείστρᾱς | τῶν | ἐγκλειστρῶν |
| δοτική | τῇ | ἐγκλείστρᾳ | ταῖς | ἐγκλείστραις |
| αιτιατική | τὴν | ἐγκλείστρᾱν | τὰς | ἐγκλείστρᾱς |
| κλητική ὦ! | ἐγκλείστρᾱ | ἐγκλεῖστραι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐγκλείστρᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐγκλείστραιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἐγκλείστρα < ἔγκλειστος + -τρα < αρχαία ελληνική ἐγκλείω < ἐν + κλείω
Πηγές
- ἐγκλείστρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.