άτι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | άτι | τα | άτια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | άτι | τα | άτια |
| κλητική | άτι | άτια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άτι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική آت (at) (τουρκική at) < παλαιά τουρκική at < πρωτοτουρκική *at, *ăt (άλογο)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐τι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.