άρτε
Τσακωνικά (tsd)
Ετυμολογία
- άρτε < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄρτος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈaɾde/
Ουσιαστικό
άρτε αρσενικό
Πηγές
- σελ.138.jpg, τόμ.1 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 1ος@academyofathens
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.