όμι

Τσακωνικά (tsd)

Ρηματικός τύπος

όμι ή όμ'

  • αρνητικός τύπος του ρήματος ένι (είμαι)
    Σάμερε όμ' έχουντε άντε - Σήμερα δεν έχουμε ψωμί (κατά λέξη: Σήμερα δεν είμαστε έχοντες ψωμί). [1]

Αναφορές

  1. άρτε - σελ.138.jpg, τόμ.1 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 1ος@academyofathens

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.