άρρενας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | άρρενας | οι | άρρενες |
| γενική | του | άρρενα | των | αρρένων |
| αιτιατική | τον | άρρενα | τους | άρρενες |
| κλητική | άρρενα | άρρενες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άρρενας < αρχαία ελληνική ἄρρην
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.re.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άρ‐ρε‐νας
Μεταφράσεις
άρρενας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.