άνοιωστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άνοιωστος | η | άνοιωστη | το | άνοιωστο |
| γενική | του | άνοιωστου | της | άνοιωστης | του | άνοιωστου |
| αιτιατική | τον | άνοιωστο | την | άνοιωστη | το | άνοιωστο |
| κλητική | άνοιωστε | άνοιωστη | άνοιωστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άνοιωστοι | οι | άνοιωστες | τα | άνοιωστα |
| γενική | των | άνοιωστων | των | άνοιωστων | των | άνοιωστων |
| αιτιατική | τους | άνοιωστους | τις | άνοιωστες | τα | άνοιωστα |
| κλητική | άνοιωστοι | άνοιωστες | άνοιωστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.ɲo.stos/ (με συνίζηση)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐νοιω‐στος
Επίθετο
άνοιωστος, -η, -ο
- μη αντιληπτός
- ακατάληπτος, που δεν τον καταλαβαίνεις
- που δεν καταλαβαίνει
- (κατ’ επέκταση) που δεν καταλαβαίνει γιατί δεν έχει τις αισθήσεις του (καθώς κοιμάται ή είναι άρρωστος)
- άνοιωτος
Μεταφράσεις
μη αντιληπτός
|
|
που δεν καταλαβαίνει
|
που δεν τον καταλαβαίνεις
|
Αναφορές
- άνοιωστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «ἄνοιωθος» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Πηγές
- Ακαδημία Αθηνών, σελ. 236 pdf@academyofathens
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.