άλυτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άλυτος η άλυτη το άλυτο
      γενική του άλυτου της άλυτης του άλυτου
    αιτιατική τον άλυτο την άλυτη το άλυτο
     κλητική άλυτε άλυτη άλυτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άλυτοι οι άλυτες τα άλυτα
      γενική των άλυτων των άλυτων των άλυτων
    αιτιατική τους άλυτους τις άλυτες τα άλυτα
     κλητική άλυτοι άλυτες άλυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άλυτος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

άλυτος, -η, -ο

  • που δεν έχει λυθεί ή που δεν επιδέχεται λύση
    ο τετραγωνισμός του κύκλου είναι άλυτο γεωμετρικό πρόβλημα (δεν μπορεί να λυθεί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.