άλκιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άλκιμος | η | άλκιμη | το | άλκιμο |
| γενική | του | άλκιμου | της | άλκιμης | του | άλκιμου |
| αιτιατική | τον | άλκιμο | την | άλκιμη | το | άλκιμο |
| κλητική | άλκιμε | άλκιμη | άλκιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άλκιμοι | οι | άλκιμες | τα | άλκιμα |
| γενική | των | άλκιμων | των | άλκιμων | των | άλκιμων |
| αιτιατική | τους | άλκιμους | τις | άλκιμες | τα | άλκιμα |
| κλητική | άλκιμοι | άλκιμες | άλκιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άλκιμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄλκιμος < ἀλκή (ευρωστία)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈal.ci.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άλ‐κι‐μος
Επίθετο
άλκιμος, -η, -ο
- που έχει δύναμη και σφρίγος
- ※ Ἀντικρύζω λοιπὸν τὸν ἄλκιμο κατακτητὴ θαυμαστικὰ ζωγραφισμένον. (Ν(ίκος) Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ποιητική συλλογή Τὸ βαθὺ πηγάδι ἢ ἐκρήξεις συναφῶν φωτοβολίδων, Ἀθήνα 1989)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.