άκαυστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άκαυστος η άκαυστη το άκαυστο
      γενική του άκαυστου της άκαυστης του άκαυστου
    αιτιατική τον άκαυστο την άκαυστη το άκαυστο
     κλητική άκαυστε άκαυστη άκαυστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άκαυστοι οι άκαυστες τα άκαυστα
      γενική των άκαυστων των άκαυστων των άκαυστων
    αιτιατική τους άκαυστους τις άκαυστες τα άκαυστα
     κλητική άκαυστοι άκαυστες άκαυστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άκαυστος < α- + καυστός

Επίθετο

άκαυστος, -η, -ο

  • που δεν μπορεί να καεί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.