άηχο σύμφωνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | άηχο σύμφωνο | τα | άηχα σύμφωνα |
| γενική | του | άηχου συμφώνου | των | άηχων συμφώνων |
| αιτιατική | το | άηχο σύμφωνο | τα | άηχα σύμφωνα |
| κλητική | άηχο σύμφωνο | άηχα σύμφωνα | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άηχο σύμφωνο < → δείτε τις λέξεις άηχος και σύμφωνο, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sourd από τον πληθυντικό sourdes (consonnes): άηχα σύμφωνα[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.i.xo ˈsiɱ.fo.no/
Πολυλεκτικός όρος
άηχο σύμφωνο ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό)
Αντώνυμα
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
Αναφορές
- άηχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- άηχο σύμφωνο - Λεξικό γλωσσολογικών όρων - Digital PanGloss στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (2006‑08)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.