Χριστινούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Χριστινούλα οι Χριστινούλες
      γενική της Χριστινούλας
    αιτιατική τη Χριστινούλα τις Χριστινούλες
     κλητική Χριστινούλα Χριστινούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Χριστινούλα < Χριστιν(ούλα) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Κύριο όνομα

Χριστινούλα θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Χριστίνα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.