Φίλων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Φίλων οι Φίλωνες
      γενική του Φίλωνος των Φιλώνων
    αιτιατική τον Φίλωνα τους Φίλωνες
     κλητική Φίλων Φίλωνες
Κατηγορία όπως «Βύρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Φίλων < αρχαία ελληνική Φίλων

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈfi.lon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Φίλων

Κύριο όνομα

Φίλων αρσενικό

  1. αρχαίο ανδρικό όνομα
  2. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Φίλωνος)

Μεταφράσεις

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.