-έλλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | -έλλης | οι | -έλληδες |
| γενική | του | -έλλη | των | -έλληδων |
| αιτιατική | τον | -έλλη | τους | -έλληδες |
| κλητική | -έλλη | -έλληδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -έλλης < -έλλι < μεσαιωνική ελληνική -έλλιον[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.lis/
- -έλης
Συγγενικά
- -έλι
- -έλλι
Σύνθετα
- Κατηγορία:Ανδρικά επώνυμα με επίθημα -έλλης (νέα ελληνικά)
- Κατηγορία:Γυναικεία επώνυμα με επίθημα -έλλη (νέα ελληνικά)
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.