Τσομπανέλλη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Τσομπανέλλη < γενική ενικού του αρσενικού Τσομπανέλλης
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Tsompanelli
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Τσομπανέλλη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Τσομπανέλλης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.