Τσεχοσλοβακία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Τσεχοσλοβακία | οι | Τσεχοσλοβακίες |
| γενική | της | Τσεχοσλοβακίας | των | Τσεχοσλοβακιών |
| αιτιατική | την | Τσεχοσλοβακία | τις | Τσεχοσλοβακίες |
| κλητική | Τσεχοσλοβακία | Τσεχοσλοβακίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Τσεχοσλοβακία θηλυκό
- (ιστορική χώρα) τέως κράτος της κεντρικής Ευρώπης, που απαρτιζόταν από τα εδάφη της σημερινής Τσεχίας και της Σλοβακίας
Συγγενικά
- Τσεχοσλοβάκος - Τσεχοσλοβάκα
- τσεχοσλοβακικός ή τσεχοσλοβάκικος
-
Τσεχοσλοβακία στη Βικιπαίδεια

- Τσεχία & Σλοβακία (χωριστά κράτη από το 1993)
Μεταφράσεις
Τσεχοσλοβακία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.