ιστορική χώρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιστορική χώρα | οι | ιστορικές χώρες |
| γενική | της | ιστορικής χώρας | των | ιστορικών χωρών |
| αιτιατική | την | ιστορική χώρα | τις | ιστορικές χώρες |
| κλητική | ιστορική χώρα | ιστορικές χώρες | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πολυλεκτικός όρος
ιστορική χώρα θηλυκό
- (ιστορία) χώρα, κράτος ή πόλη κράτος που υπήρξε σε προηγούμενη ιστορική περίοδο αλλά δεν υπάρχει πια
Μεταφράσεις
ιστορική χώρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.