Τρελλοβούνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Τρελλοβούνι | τα | Τρελλοβούνια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | Τρελλοβούνι | τα | Τρελλοβούνια |
| κλητική | Τρελλοβούνι | Τρελλοβούνια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- για την παρωχημένη γραφή με δύο λάμδα → δείτε τη λέξη τρελός
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾe.loˈvu.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τρελ‐λο‐βού‐νι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.