Τζουμερκιώτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Τζουμερκιώτης | οι | Τζουμερκιώτες |
| γενική | του | Τζουμερκιώτη | των | Τζουμερκιωτών |
| αιτιατική | τον | Τζουμερκιώτη | τους | Τζουμερκιώτες |
| κλητική | Τζουμερκιώτη | Τζουμερκιώτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Κύριο όνομα
Τζουμερκιώτης αρσενικό (θηλυκό Τζουμερκιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος των Τζουμέρκων
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Τζουμερκιώτης | οι | Τζουμερκιώτηδες |
| γενική | του | Τζουμερκιώτη* | των | Τζουμερκιώτηδων |
| αιτιατική | τον | Τζουμερκιώτη | τους | Τζουμερκιώτηδες |
| κλητική | Τζουμερκιώτη | Τζουμερκιώτηδες | ||
| * Και λόγια γενική ενικού Τζουμερκιώτου | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Τζουμερκιώτης < Τζουμερκιώτης (1) < Τζουμέρκα + -ιώτης
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Tzoumerkiotis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.