Τζουμέρκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Τζουμέρκα | ||
| γενική | των | Τζουμέρκων | ||
| αιτιατική | τα | Τζουμέρκα | ||
| κλητική | Τζουμέρκα | |||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Τζουμέρκα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά
- Τζουμερκιώτης
- Τζουμερκιώτισσα
-
Τζουμέρκα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.