Τσίπης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Τσίπης | οι | Τσιπαίοι |
| γενική | του | Τσίπη | των | Τσιπαίων |
| αιτιατική | τον | Τσίπη | τους | Τσιπαίους |
| κλητική | Τσίπη | Τσιπαίοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Μπότσαρης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Τσίπης < Τζίπης,[1] με διόρθωση [tz] > [ts], αρβανίτικη ς προέλευσης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈt͡si.pis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Tσί‐πης
- ομόηχο: τσίπης
- Τζίπης (παρωχημένο)
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Тсипис, Ципис
- λατινικοί χαρακτήρες: Tsipis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.