Ταυρική

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ταυρική αἱ Ταυρικαί
      γενική τῆς Ταυρικῆς τῶν Ταυρικῶν
      δοτική τῇ Ταυρικ ταῖς Ταυρικαῖς
    αιτιατική τὴν Ταυρικήν τὰς Ταυρικᾱ́ς
     κλητική ! Ταυρική Ταυρικαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ταυρικᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  Ταυρικαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ταυρική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου Ταυρικός

Κύριο όνομα

Ταυρική θηλυκό

  1. χερσόνησος της Ευρώπης, η Κριμαία
  2. γυναικείο όνομα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.