Ταμπουριώτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ταμπουριώτης | οι | Ταμπουριώτες |
| γενική | του | Ταμπουριώτη | των | Ταμπουριωτών |
| αιτιατική | τον | Ταμπουριώτη | τους | Ταμπουριώτες |
| κλητική | Ταμπουριώτη | Ταμπουριώτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ταμπουριώτης < Ταμπούρ(ια) + -ιώτης
Προφορά
- ΔΦΑ : /ta.buˈɾʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τα‐μπου‐ριώ‐της
Ουσιαστικό
Ταμπουριώτης αρσενικό (θηλυκό Ταμπουριώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο καταγόμενος ή κάτοικος της συνοικίας Ταμπούρια στον Πειραιά.
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Ταμπουριώτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.