Σόφης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σόφης οι Σόφηδες
      γενική του Σόφη των Σόφηδων
    αιτιατική τον Σόφη τους Σόφηδες
     κλητική Σόφη Σόφηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σόφης < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈso.fis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σόφης

Κύριο όνομα

Σόφης αρσενικό (θηλυκό Σόφη)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.