Σπυρομίλιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Σπυρομίλιος | οι | Σπυρομίλιοι |
| γενική | του | Σπυρομίλιου | των | Σπυρομίλιων |
| αιτιατική | τον | Σπυρομίλιο | τους | Σπυρομίλιους |
| κλητική | Σπυρομίλιο | Σπυρομίλιοι | ||
| Προφέρεται παροξύτονο, με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /spi.ɾoˈmi.ʎos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σπυ‐ρο‐μί‐λιος
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Спиромилиос
- λατινικοί χαρακτήρες: Spyromilios
-
Σπυρομίλιος (αποσαφήνιση) στη Βικιπαίδεια

-
Σπυρομήλιος (Σπύρος Μήλιος) στη Βικιπαίδεια
1800-1880 αγωνιστής της επανάστασης του 1821, πολιτικός.
Αναφορές
- §463 - Μανόλης Τριανταφυλλίδης (2018) Νεοελληνική γραμματική (της δημοτικής). Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1941, με διορθώσεις και επίμετρο - γραφή πολυτονική), σελ. 205.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.