Μίλιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μίλιος | οι | Μίλιοι |
| γενική | του | Μίλιου | των | Μίλιων |
| αιτιατική | τον | Μίλιο | τους | Μίλιους |
| κλητική | Μίλιο | Μίλιοι | ||
| Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μίλιος < Μιχάλης → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmi.ʎos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός :‐Μί‐λιος
Παράγωγα
Μεταφράσεις
Μίλιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.