Σκούρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Σκούρας | οι | Σκούρες Σκούρηδες & Σκουραίοι |
| γενική | του | Σκούρα | των | — Σκούρηδων & Σκουραίων |
| αιτιατική | τον | Σκούρα | τους | Σκούρες Σκούρηδες & Σκουραίους |
| κλητική | Σκούρα | Σκούρες Σκούρηδες & Σκουραίοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δούκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsku.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκού‐ρας
- παρώνυμο: σκούρος
Μεταγραφές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.