Σκουρογιάννης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Σκουρογιάννης | οι | Σκουρογιάννηδες |
| γενική | του | Σκουρογιάννη | των | Σκουρογιάννηδων |
| αιτιατική | τον | Σκουρογιάννη | τους | Σκουρογιάννηδες |
| κλητική | Σκουρογιάννη | Σκουρογιάννηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Skourogiannis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.