Σκούρα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Σκούρα < γενική ενικού του αρσενικού Σκούρας
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsku.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκού‐ρα
-
Ελένη Σκούρα στη Βικιπαίδεια
(1896-1991), Ελληνίδα δικηγόρος και πολιτικός, η πρώτη γυναίκα που εκλέχτηκε στο ελληνικό κοινοβούλιο
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.