Δωδώνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Δωδώνη
      γενική της Δωδώνης
    αιτιατική τη Δωδώνη
     κλητική Δωδώνη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Δωδώνη < αρχαία ελληνική Δωδώνη < προελληνική

Κύριο όνομα

Δωδώνη θηλυκό

  1. λατρευτικό κέντρο του Δία και της Διώνης στην Ήπειρο, όπου βρισκόταν το γνωστό ομώνυμο μαντείο
  2. (σπάνιο) γυναικείο όνομα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.