Ραντοβίζι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Ραντοβίζι
      γενική του Ραντοβιζιού
    αιτιατική το Ραντοβίζι
     κλητική Ραντοβίζι
Η κατάληξη -ιού προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ραντοβίζι < σλαβικής προέλευσης Радовиш / Radoviš < πρωτοσλαβική *radъ (χαρούμενος, αγαπητός)

Κύριο όνομα

Ραντοβίζι ουδέτερο

  1. οικισμός της Ελλάδας, που από το 2010 ανήκει στο Δήμο Ζίτσας
  2. (ιστορία) αρματολίκι επί Τουρκοκρατίας, νότια του αρματολικιού του Ασπροποτάμου και νοτιοδυτικά των Αγράφων

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.