Πρασιώτης

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾaˈsço.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πρασιώτης

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πρασιώτης οι Πρασιώτες
      γενική του Πρασιώτη των Πρασιωτών
    αιτιατική τον Πρασιώτη τους Πρασιώτες
     κλητική Πρασιώτη Πρασιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πρασιώτης < Πρασ(ιά) ή Πρασ(ιές) + -ιώτης

Κύριο όνομα

Πρασιώτης αρσενικό (θηλυκό Πρασιώτισσα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πρασιώτης οι Πρασιώτηδες
      γενική του Πρασιώτη* των Πρασιώτηδων
    αιτιατική τον Πρασιώτη τους Πρασιώτηδες
     κλητική Πρασιώτη Πρασιώτηδες
 * Και λόγια γενική ενικού Πρασιώτου
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πρασιώτης < πατριδωνυμικό Πρασιώτης

Κύριο όνομα

Πρασιώτης αρσενικό (θηλυκό Πρασιώτη ή Πρασιώτου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.